Greek English German

Διάρκεια κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως – Έλεγχος αυτής και αρμόδιο δικαστήριο

Τέθηκε υπόψη μου το εξής ερώτημα:

«Σχετικά με τον αλλοδαπό Α.Ν. εκδόθηκε αμετάκλητο Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, που επικυρώθηκε με βούλευμα του Αρείου Πάγου, με τα οποία έγινε δεκτή αίτηση των Ρωσικών Αρχών για την έκδοσή του στη Ρωσία.

Συγκεκριμένα ενώ βάσει της αρχικής ραδιοαγγελίας των Ρωσικών Αρχών, στην οποία και στηρίχθηκαν όλα τα έγγραφα των ελληνικών διωκτικών αρχών που του γνωστοποιήθηκαν, αυτός εζητείτο προκειμένου να εκτίσει ποινή φυλακίσεως 12 ετών για τα αδικήματα της ληστείας, απόπειρας κλοπής, απειλής ζωής, κλοπής και κλοπής από συμμορία, βάσει μεταγενεστέρως αποσταλέντος εγγράφου της Γενικής Εισαγγελίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (από 17.11.2008), αυτός εζητείτο προκειμένου να δικασθεί για τα ως άνω αδικήματα.

Ακολούθως εκδόθηκε απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δέχθηκε την αίτηση των Ρωσικών Αρχών και διέτασσε την παράδοσή του στη Ρωσία.

Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, με προσωρινή διαταγή του, ανέστειλε την παράδοση του εκζητούμενου στις Ρωσικές Αρχές, πλην δεν αποφάνθηκε για το θέμα της κρατήσεώς του, η οποία έχει πραγματοποιηθεί από την 15.10.2008, επί σκοπώ εκδόσεως.

Σημειωτέον ότι ο εκζητούμενος και υπό παράδοση, πριν απευθυνθεί στο ΣτΕ ή/και παραλλήλως προς την ενέργειά του αυτή, απευθύνθηκε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και του υπέβαλε αίτημα να αφεθεί ελεύθερος, μέχρι αποφάνσεως του ΣτΕ επί της αιτήσεώς του ακυρώσεως της ανωτέρω υπουργικής πράξης, πλην όμως ο Υπουργός απάντησε ότι δεν έχει εξουσία να αποφανθεί επί της ανωτέρω αιτήσεως.

Κατόπιν τούτου ο εν λόγω υπέβαλε αίτηση προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, τον οποίο θεώρησε τοπικώς αρμόδιο, διότι κρατείται στον Κορυδαλλό και του ζήτησε να εισαγάγει την αίτηση αυτή στο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, για να αποφανθεί το εν λόγω Συμβούλιο επί της αποφυλακίσεώς του.

Ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιώς διεβίβασε την αίτησή του στον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης, λόγω υλικοτοπικής αρμοδιότητας, επειδή το Συμβούλιο αυτό είχε επιληφθεί του θέματος της εκδόσεως».

Εν όψει των ανωτέρω ερωτάται:

(α) Είναι νόμιμη η κράτηση του αλλοδαπού;
(β) Είναι αρμόδιο το Συμβούλιο Εφετών Θράκης;

Στα ανωτέρω ερωτήματα η απάντησή μου έχει ως εξής:

 

Ι. Εισαγωγή

 

Από απλή επισκόπηση των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ καθίσταται προφανής ο σκοπός του νομοθέτη για ταχεία εξέλιξη της διαδικασίας εκδόσεως, ώστε η προκαλούμενη από την αίτηση εκκρεμότητα να αίρεται στο συντομότερο δυνατό διάστημα. Γι’ αυτό το λόγο και οι προθεσμίες που τάσσονται από το νόμο είναι βραχύτατες. Έτσι, αν η αίτηση για έκδοση κατά το άρθρο 443 ΚΠΔ δεν υποβληθεί μέσα σε ένα μήνα το πολύ από τη σύλληψη του εκζητούμενου, αυτός απολύεται (άρθρ. 445 παρ. 3 ΚΠΔ). Η αμφισβήτηση της ταυτότητάς του γίνεται με προσφυγή εντός 24 ωρών από την προσαγωγή του στον εισαγγελέα εφετών (άρθρ. 445 παρ. 5 ΚΠΔ). Ο συλληφθείς οδηγείται «χωρίς αναβολή» στον εισαγγελέα εφετών (άρθρ. 446 εδ. α΄ ΚΠΔ). Ο πρόεδρος εφετών συγκαλεί το συμβούλιο μέσα σε 24 ώρες από την λήψη των εκθέσεων του άρθρ. 446 (άρθρ. 448 παρ. 1 ΚΠΔ). Αναβολή της συζήτησης μπορεί να γίνει για μέχρι οκτώ ημέρες το πολύ (άρθρ. 449 παρ. 1 ΚΠΔ), της δε οριστικής αποφάσεως μέχρι 15 ημέρες (άρθρ. 450 παρ. 2 ΚΠΔ). Η έφεση ενώπιον του Αρείου Πάγου υπόκειται σε προθεσμία 24 ωρών, του συμβουλίου συγκαλουμένου εντός 24 ωρών και αποφαινομένου εντός 8 ημερών, ενώ ως προς την αναβολή της αποφάσεως ισχύει η αυτή ως άνω προθεσμία των 15 το πολύ ημερών (άρθρ. 451 ΚΠΔ). Σε κάθε δε περίπτωση ο εκζητούμενος απολύεται αν το εκζητούν κράτος δεν τον παρέλαβε εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση σ’ αυτό της απόφασης του Υπουργού για έκδοση (άρθρ. 452 ΚΠΔ).

Εν όψει των ανωτέρω είναι προφανές ότι σκοπός του νομοθέτη είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης εντός περίπου δύο μηνών από την σύλληψη, συνυπολογιζομένου και του διοικητικού σταδίου καθώς και της τυχόν χρονοτριβής κατά την υποβολή των εκθέσεων σύλληψης και κατάσχεσης στον πρόεδρο εφετών. Εντούτοις κατά το άρθρο 452 παρ. 2 ΚΠΔ η κράτηση του εκζητουμένου μπορεί να διαρκέσει μέχρι και δύο έτη από την ημέρα της σύλληψής του, προθεσμία η οποία μάλιστα μπορεί να παραταθεί κατά έξι ακόμη μήνες με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου.

Ήδη από την αντίθεση των βραχυτάτων προθεσμιών του ΚΠΔ αφενός και του ανωτάτου ορίου κράτησης του εκζητούμενου αφετέρου καθίσταται πρόδηλη μία αξιολογική αντινομία, αφού δεν είναι λογικώς συνεπές εντός του αυτού συστήματος αφενός να επιδιώκεται/επιτάσσεται η εντός περίπου διμήνου ολοκλήρωση της διαδικασίας και συγχρόνως να επιτρέπεται η κράτηση του εκζητούμενου επί 28 μήνες. Η αντίφαση αυτή αίρεται μόνον αν ήθελε θεωρηθεί ότι το ανώτατο αυτό όριο είναι όλως εξαιρετικό, επιφυλασσόμενο για ακραίες, απρόβλεπτες και όλως ιδιαίτερης σημασίας περιπτώσεις. Διαφορετικά η παράταση της κράτησης του εκζητούμενου πέραν ορισμένου ευλόγου χρόνου που λογικά θα μπορούσε να τοποθετηθεί στο διπλάσιο του ελαχίστου, δηλ. τέσσερεις περίπου μήνες, είναι αντίθετη ήδη προς τον δεδηλωμένη βούληση του νομοθέτη αλλά και προς το γράμμα του νόμου και επομένως ήδη εξ αυτού του λόγου αντίθετη προς το εσωτερικό δίκαιο.

Από την άλλη πλευρά δεν δύναται να παροραθεί, ότι η κράτηση του εκζητούμενου δεν είναι υποχρεωτική, ούτε προβλέπεται ως ο κανόνας από τον ΚΠΔ, αλλά υπόκειται στις γενικές αρχές που διέπουν τις πράξεις δικονομικού καταναγκασμού και γενικότερα την στέρηση της ατομικής ελευθερίας. Τις γενικές αυτές αρχές σέβεται ο ΚΠΔ και θα πρέπει να τυγχάνουν αντίστοιχου σεβασμού κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων.

Οι γενικές αυτές αρχές είναι οι ακόλουθες: 1. Η αρχή της επικουρικότητας. 2. Η αρχή της αναλογικότητας. 3. Η αρχή της νομιμότητας. 4. Η αρχή της ταχείας ολοκλήρωσης της διαδικασίας (αρχή της επιτάχυνσης)

Ειδικά ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα του Ανθρώπου, όπως αυτά καταστρώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στο Διεθνές Σύμφωνο των Ην. Εθνών για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, πρέπει να επισημανθεί ότι οι διεθνούς δικαίου διατάξεις που τα αναγνωρίζουν διέπουν και το δίκαιο της εκδόσεως και ότι αυτές υπερισχύουν τυχόν αντίθετων διατάξεων τόσον του εσωτερικού δικαίου (βάσει του άρθρ.28 του Συντάγματος), όσον και διατάξεων του συμβατικού δικαίου της εκδόσεως. Διότι οι προστατευτικοί των διατάξεων θεμελιωδών δικαιωμάτων κανόνες καθιερώνουν υποχρέωση των κρατών απέναντι στη διεθνή κοινότητα ενώ οι συμβατικοί περί εκδόσεως κανόνες υποχρεώσεις έναντι άλλου κράτους. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστική η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση Barcelona Traction (1970), που διακρίνει τις υποχρεώσεις ενός κράτους απέναντι σε άλλο (vis-a-vis anotherState), από εκείνες που το δεσμεύουν έναντι της διεθνούς κοινότητας στο σύνολό της, όπως οι αφορώσες στην προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, οι οποίες το δεσμεύουν erga omnes1.

Έτσι, σύμφωνα με την ΕΣΔΑ η κράτηση κάποιου επί σκοπώ εκδόσεως πρέπει να τελεί σε αρμονία με τις διατάξεις τόσον της εσωτερικής νομοθεσίας όσο και του διεθνούς δικαίου2.

 

ΙΙ. Οι επί μέρους γενικές αρχές που διέπουν την διάρκεια της κράτησης επί εκδόσεως

 

Εν όψει των ανωτέρω στη συνέχεια θα αναλυθούν οι επί μέρους γενικές αρχές που διέπουν τη διάρκεια της κράτησης του συλληφθέντος επί σκοπώ εκδόσεως. Ειδικότερα: 

1. Η αρχή της νομιμότητας 

Με βάση την αρχή της νομιμότητας, ο κρατούμενος επί σκοπώ εκδόσεως έχει όλες τις εγγυήσεις και τα δικαιώματα που του διασφαλίζει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, μεταξύ δε αυτών το δικαίωμα να λάβει γνώση στο δυνατόν συντομότερο χρόνο και σε γλώσσα που κατανοεί, των λόγων για τους οποίους συλλαμβάνεται και κρατείται. Το δικαίωμα αυτό είναι ζωτικό, αφού διαφορετικά, αν δηλ. ο κρατούμενος επί σκοπώ εκδόσεως δεν γνωρίζει την νομική και πραγματική βάση, συνεπεία της οποίας κρατείται, δεν μπορεί να αμυνθεί και δεν μπορεί να ασκήσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά το δικαίωμα προσφυγής του και έτσι στην πραγματικότητα στερείται του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο καθώς και του δικαιώματος να αντικρούσει τους λόγους που υπαγόρευσαν την σύλληψη και κράτησή του. Τα ανωτέρω έχει επισημάνει με εξαιρετική καθαρότητα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην υπόθεση SanchezReisse v. Switzerland, που δέχθηκε ότι η στέρηση από τον συλληφθέντα και κρατούμενο επί σκοπώ εκδόσεως του θεμελιώδους δικαιώματός του να αντικρούσει τους λόγους που επέβαλαν την κράτησή του συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και κατ’ ακολουθία παραβίαση του άρθρ. 5 παρ. 4 της ΕΣΔΑ3.

Πέραν τούτων, δεν πρέπει να παροράται ότι η αίτηση εκδόσεως αποτελεί δήλωση βουλήσεως του εκζητούντος κράτους με την οποία αυτό εκφράζει συγκεκριμένο αίτημα4.

H σαφήνεια επομένως της εν λόγω δηλώσεως, δηλ. του αιτήματος, αποτελεί τυπική προϋπόθεση του κύρους αυτού. Σε περίπτωση ασάφειας του αιτήματος αυτό πρέπει να διευκρινίζεται με ερμηνεία, άλλως υπάρχει ζήτημα κύρους του αιτήματος και νομιμότητας της διαδικασίας5.

Στην υπό κρίση περίπτωση ο εκζητούμενος προφανώς στερήθηκε του δικαιώματος να πληροφορηθεί τους λόγους που επέβαλαν την κράτησή του, να τους αντικρούσει και να υπερασπισθεί τον εαυτό του, αφού η αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι αντιφατική και αόριστη, καθόσον στα αλλεπάλληλα έγγραφα αυτής αναφέρει αφενός μεν ότι εκζητείται προκειμένου να δικασθεί, αφετέρου δε ότι εκζητείται προκειμένου να εκτίσει ποινή. Όμως άλλες είναι οι προϋποθέσεις έκδοσης στην πρώτη περίπτωση και άλλες στην δεύτερη. Κατά συνέπεια δεν ήταν ο εκζητούμενος σε θέση να γνωρίζει επακριβώς για ποιους λόγους συνελήφθη και κρατήθηκε. 

2. Η αρχή της αναλογικότητας

Περαιτέρω, από την αρχή της αναλογικότητας, που καθιερώνεται και στο άρθρο 25 του Συντάγματος, έχοντας έτσι πλέον συνταγματική περιωπή, συνάγεται σαφώς ότι η διάρκεια της κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως πρέπει να είναι η απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού των περί εκδόσεως διατάξεων, έτσι ώστε η σχετική διαδικασία μόνον τότε τελεί σε αρμονία προς την αρχή της αναλογικότητας, όταν διεξάγεται χωρίς υπαίτια βραδύτητα και με την προσήκουσα επιμέλεια (requisitediligence). Η σύνδεση της ανάγκης περιστολής του χρόνου κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως με την αρχή της αναλογικότητας έχει τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση τόσο στη νομολογία του ΕΔΔΑ όσο και στην επιστήμη.

Έτσι, στην υπόθεση Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου κρίθηκε από το ΕΔΔΑ ότι η κράτηση του προσφεύγοντος επί σκοπώ απελάσεως παραβιάζει την διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 εδ. στ΄ της ΕΣΔΑ εφόσον οι εθνικές αρχές δεν ενήργησαν με τη δέουσα επιμέλεια και καθυστέρησαν στην έκδοση αποφάσεως6.

Ιδιαιτέρως σημαντική είναι εν προκειμένω η απόφαση Quinn κατά Γαλλίας της 22.3.1995, όπου το ΕΔΔΑ έκρινε, ότι η κράτηση του προσφεύγοντος, ο οποίος εκρατείτο τόσον επί σκοπώ εκδόσεως όσο και στο πλαίσιο εσωτερικής ποινικής διαδικασίας, συνιστά παραβίαση του άρθρ. 5 παρ. 1 εδ. στ΄ ΕΣΔΑ. Τούτο δε, διότι η κράτηση επί σκοπώ εκδόσεως δικαιολογείται μόνον για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την διεξαγωγή και ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο προσφεύγων είχε κρατηθεί επί σκοπώ εκδόσεως περίπου δύο έτη. Κρίθηκε λοιπόν ότι η διάρκεια της εν λόγω κράτησης υπήρξε ασυνήθως μακρά, και ότι επομένως τελούσε σε κατάφωρη αντίθεση προς την ΕΣΔΑ.

Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι το ΕΔΔΑ προσδιόρισε επακριβώς το χρονικό σημείο μετά το οποίο η κράτησή του είχε καταστεί αντίθετη προς την ΕΣΔΑ υπό την έννοια ότι είχε υπερβεί τα όρια του ευλόγου χρόνου (την 24.1.1991). Κατά τον χρόνο αυτό ο προσφεύγων είχε κρατηθεί 1 έτος, 5 μήνες και 20 ημέρες.

Ομοίως στην υπόθεση Scott κατά Ισπανίας, απόφ. της 18.12.1996, το ΕΔΔΑ δέχτηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρ. 5 παρ. 3 ΕΣΔΑ διότι οι ισπανικές αρχές δεν επέδειξαν την αναγκαία ειδική επιμέλεια που απητείτο προκειμένου να μην κρατηθεί ο προσφεύγων κατά το ασυνήθως μακρό διάστημα κατά το οποίο κρατήθηκε7.

Προς την αυτή κατεύθυνση κινείται και η διάταξη της παρ. 29 εδ. 6 του αυστριακού Νόμου για την Έκδοση και την Δικαστική Συνδρομή σε Ποινικές Υποθέσεις, που καθιερώνει ανώτατο όριο κράτησης έξι μηνών (αντί των ιδικών μας δυόμισι ετών) που μόνον σε όλως έκτακτες περιστάσεις μπορεί να παραταθεί για άλλο ένα εξάμηνο.

Σημαντική ως προς την εξειδίκευση της διάρκειας της κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως βάσει της αρχής της αναλογικότητας είναι εν προκειμένω η νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων. Τόσο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, όσο και το Ακυρωτικό, καθώς και τα δικαστήρια της ουσίας, αναγνωρίζουν πλέον παγίως ότι η επιβολή και η διάρκεια της κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως πρέπει να τελούν σε αρμονία με την αρχή της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, μάλιστα, παραλληλίζουν τον ανωτέρω δικονομικό περιορισμό με την προσωρινή κράτηση και επισημαίνουν ότι εφόσον και αυτό το μέτρο συνιστά δραστική επέμβαση στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα της ελευθερίας, η επιβολή του προϋποθέτει, όπως και η προσωρινή κράτηση, κάποιο προδήλως σημαντικότερο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου που το καθιστά αναγκαίο. Εν όψει των ανωτέρω η διάρκεια και η παράταση της κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως πρέπει να τελούν σε αναλογία προς το επιδιωκόμενο συμφέρον της Πολιτείας8.

Γι’ αυτό μάλιστα γίνεται και στη Γερμανία δεκτό ότι οι ισχύουσες ως προς την προσωρινή κράτηση διατάξεις και αρχές ισχύουν αντίστοιχα και ως προς την επιβολή και διάρκεια της έκδοσης9.

Με την πάγια αυτή νομολογία εγκαταλείφθηκε οριστικώς η παλαιότερονυποστηριχθείσα άποψη ότι επί εκδόσεως δεν μπορούν να τύχουν αναλόγου εφαρμογής ως προς την διάρκεια της κράτησης οι περί προσωρινής κρατήσεως διατάξεις λόγω δήθεν της διαφοράς των προϋποθέσεων και του σκοπού των διατάξεων, ότι η κράτηση κατά το διοικητικό στάδιο συνδέεται δήθεν με εξωδικαστικά κριτήρια σκοπιμότητας αναγόμενα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και ότι δήθεν κατά το στάδιο αυτό την ευθύνη για την κράτηση του εκζητούμενου την έχει η εκτελεστική εξουσία.

Όπως μάλιστα έχει δεχθεί το Εφετείο του Düsseldorf (Beschl. vom 13.5.1991 NJW 1991, 3105) στηριζόμενο στις ανωτέρω αποφάσεις του Συνταγματικού και του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, η διάταξη για την κράτηση του εκζητούμενου επί σκοπώ εκδόσεως πρέπει να ανακαλείται όταν η διατήρηση αυτής παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Το ίδιο Δικαστήριο παραλληλίζει την εν λόγω κράτηση με την προσωρινή κράτηση και επισημαίνει ότι η επιβολή και διατήρησή της συνιστά, ακριβώς όπως και η προφυλάκιση, μία δραστική κρατική επέμβαση στο συνταγματικά προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα στην ελευθερία και για τον λόγο αυτό θα πρέπει και αυτή (η κράτηση επί σκοπώ εκδόσεως) να επιβάλλεται μόνον όταν είναι αναγκαστικώς επιβεβλημένη επί τη βάσει υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος επί την ποινική δίωξη αξιοποίνων πράξεων. Εύστοχα επισημαίνει ακόμη η εν λόγω απόφαση, ότι κατά την επιβολή και διατήρηση της κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως πρέπει να σταθμίζεται, ακριβώς όπως και επί προσωρινής κρατήσεως, το δικαίωμα του εκζητούμενου στην ελευθερία και την ταχύτητα της διαδικασίας αφενός με την επιδίωξη της συντεταγμένης Πολιτείας, ήτοι τόσον του εκζητούντος όσον και του προς ο η αίτηση κράτους, προς πλήρη διαλεύκανση και ταχεία τιμώρηση των αξιοποίνων πράξεων. «Η επιβεβλημένη λήψη υπόψη της ανάγκης ταχείας κατά το δυνατόν διεξαγωγής της δίκης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μετά την παρέλευση κάποιου –απαραίτητου για την διαδικαστική και τεχνική εξέλιξη– ελαχίστου χρονικού διαστήματος, κατά κανόνα μόνον ιδιαίτεροι… λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν την παράταση της κράτησης».

Με βάση τα ανωτέρω επισημαίνεται ότι η διατήρηση της κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας όταν δεν υφίστανται τέτοιοι εξαιρετικοί λόγοι που καθιστούν την παράταση της κράτησης απολύτως αναγκαία. Εύστοχα δε προστίθεται ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν χρειάζεται να μνημονεύεται ρητά στις διατάξεις για την έκδοση, αφού η εν λόγω αρχή καθιερώνεται στο Σύνταγμα10.

Είναι δε προφανές ότι για την ταυτότητα του λόγου (άρθρ. 25 Συντ.) το αυτό ισχύει και παρ’ ημίν.

Το σημαντικότερο όμως σημείο της εν λόγω απόφασης –με ιδιαίτερη πρακτική σημασία για την υπό συζήτηση προβληματική– είναι το ακόλουθο: Όταν παρέλθει άπρακτο χρονικό διάστημα δύο μηνών προκειμένου για έκδοση σε χώρα της Ευρώπης (όπως εν προκειμένω: Ρωσική Ομοσπονδία) και δεν έχει ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία, συγχρόνως δε υφίστανται αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της έκδοσης, «κατά την άποψη του Δικαστηρίου συντρέχει αποκλειστικώς και μόνον άρση της κράτησης». Εν όψει αυτού μάλιστα το αυτό Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν απαιτείται η διάρκεια της μέχρι τούδε κράτησης να τελεί σε κάποια αναλογία προς την βαρύτητα της πράξης για την οποία ζητείται η έκδοση ή την καταγνωσθείσα από το αλλοδαπό δικαστήριο ποινή.

Ορθά μάλιστα το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο τονίζει εν προκειμένω:

«Ακόμη κι αν στην αλλοδαπή έχει διαπιστωθεί η τέλεση βαρειάς αξιόποινης πράξης και έχει επιβληθεί εξ αιτίας της βαρειά ποινή, … η παράταση της κράτησης επί σκοπώ εκδόσεως είναι ασύμβατη με την αρχή της αναλογικότητας αν ελλείπουν ιδιαίτεροι λόγοι συνηγορούντες για την παράτασή της11,12».

Η ανωτέρω στροφή της γερμανικής νομολογίας και επιστήμης έχει για μας ιδιαίτερη σημασία, διότι την (εγκαταληφθείσα) αυτή άποψη είχε ακολουθήσει παρ’ ημίν και ο Εισαγγελέας του ΑΠ το έτος 1990 [ΓνμδΕισΑΠ (Γ. Πλαγιαννάκου) 1/1990 σε ΠΧ ΜΑ΄ (1991) 1056]. Η εν λόγω άποψη μάλιστα θα πρέπει να θεωρηθεί και παρ’ ημίν ως αντισυνταγματική, αφού ο υπουργός δικαιοσύνης έχει μία μόνον αρμοδιότητα: να αποφανθεί αν ο εκζητούμενος θα παραδοθεί ή θα απολυθεί και όχι αν η κράτησή του θα παραταθεί ή όχι. Περί της κρατήσεως επιτρέπεται να αποφανθεί μόνον η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, βάσει του άρθρ. 5 παρ. 3 του Συντάγματος.

Στην υπό κρίση περίπτωση είναι πρόδηλο ότι παραβιάστηκε κατά τρόπο κραυγαλέο η αρχή της αναλογικότητας, αφού ο επί σχεδόν διετία χρόνος κράτησης του εκζητουμένου υπερβαίνει κατά πολύ τον απολύτως αναγκαίο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδόσεως χρόνο. Είναι δε σημαντικό να επισημανθεί, ότι η παράταση του χρόνου κράτησης επί το υπερβολικό διάστημα των δύο σχεδόν ετών δεν οφείλεται σε παρελκυστική τακτική του εκζητουμένου, αφού αυτός ήσκησε νόμιμα και παραδεκτά ένδικα μέσα εντός των προβλεπομένων από το νόμο προθεσμιών, η δε αίτησή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης ερειδόταν επί αποφάσεων του Αρείου Πάγου και Εφετείου Αθηνών (ΑΠ 811/1990, ΠΧ ΜΑ΄/205, ΕφΑθ 50/1993, ΠΧ ΜΓ΄/429) και σχετικής Γνωμοδότησης του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (1/1990, ΠΧ ΜΑ 1056). Κατά συνέπεια η παράταση της κράτησης του εκζητούμενου στην υπό κρίση περίπτωση παραβιάζει ευθέως την αρχή της αναλογικότητας, συνιστά βαρέως δυσανάλογο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και ως εκ τούτου είναι αντίθετο τόσο προς το άρθρο 25 του Συντάγματος όσο και προς τη διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 εδ. στ΄ της ΕΣΔΑ.

3. Η αρχή της επικουρικότητας

Όπως ειπώθηκε και ανωτέρω η κράτηση επί σκοπώ εκδόσεως δεν είναι υποχρεωτική. Αυτό προκύπτει ευθέως από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρ. 449ΚΠΔ, κατά το οποίο: «το συμβούλιο εφετών μπορεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας να διατάξει την προσωρινή απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 296, 297 παρ. 1 και 2, 298, 300, 302 έως 304… Η προσωρινή απόλυση αίρεται αυτοδικαίως μόλις δημοσιευθεί η απόφαση που εγκρίνει την έκδοση».

Από την παραπάνω διάταξη λοιπόν, που σύμφωνα με το γράμμα της εφαρμόζεται μέχρι να αποφασίσει το συμβούλιο των Εφετών, καθίσταται σαφές ότι ήδη κατά το εσωτερικό δίκαιο, την κράτηση του εκζητούμενου διέπει η αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και δη το έσχατο και βαρύτατο επαχθές δικονομικό μέτρο της κράτησης, που αφ’ εαυτού έχει χαρακτήρα προ-ποινής, επιτρέπεται να επιβληθεί μόνον σε άκρως έκτακτες περιπτώσεις, όταν δηλ. αφενός μεν δεν υπάρχουν ηπιότερα μέτρα κρατικού καταναγκασμού κατάλληλα προς επίτευξη του αυτού αποτελέσματος, αφετέρου δε όταν, συντρεχούσης της πρώτης προϋποθέσεως, η εκτέλεση της αίτησης παρίσταται ως προτιμότερη της μη εμφάνισης του εκζητούμενου. Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει π.χ. όταν η αίτηση εκδόσεως είναι προδήλως νόμω αβάσιμη. Χαρακτηριστική είναι π.χ. η ΑΠ 1540/1996, ΝοΒ 45 (1997) 644 = ΠΧ ΜΖ΄ (1997) 859, που αποφάνθηκε ότι αντιβαίνει στην ελληνική δημόσια τάξη η αίτηση να εκδοθεί Αιγύπτια πολίτης, προκειμένου αυτή να εκτίσει στη χώρα της ποινή καταναγκαστικών έργων για έκδοση ακάλυπτων επιταγών.

Τα ανωτέρω ενισχύονται και από την παραπομπή του προμνησθέντος άρθρ. 449 ΚΠΔ στις διατάξεις για την επιβολή περιοριστικών όρων, ιδία δε σ’ εκείνη του άρθρ. 296 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο «σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οπωσδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης». Όμως οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται κατά ρητή επιταγή του νόμου όταν δεν διατάσσεται προσωρινή κράτηση, η οποία, με τη σειρά της, διατάσσεται μόνον όταν είναι «απολύτως αναγκαία». Κατά συνέπεια οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε συμμόρφωση προς την αρχή της επικουρικότητας όταν η προσωρινή κράτηση δεν είναι απολύτως αναγκαία και δεν αποτελούν απλή δυνατότητα του δικαστή.

Όμως η αρχή της επικουρικότητας καθιερώνεται και από το άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ο άνθρωπος, ως φορέας ανθρώπινης αξίας, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως «πράγμα» για την επίτευξη κρατικών επιδιώξεων). Επειδή δε ανάγεται στην αρχή της αναλογικότητας, καθιερώνεται και από το άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος13.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και επί εκδόσεως η κράτηση επιτρέπεται να επιβληθεί μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαία προς την επίτευξη των σκοπών της, ενώ είναι μη νόμιμη σε κάθε άλλη περίπτωση.

Στην υπό κρίση περίπτωση είναι προφανές ότι η εμφάνιση του εκζητούμενου δεν καθιστά αναγκαία την κράτησή του και δη ανεξαρτήτως της ήδη απαραδέκτως μακράς διάρκειας αυτής, αφού είναι οικογενειάρχης με ανήλικα τέκνα, έχει μόνιμη κατοικία, σταθερή και επιτυχημένη εργασία, νόμιμη διαμονή στην Χώρα, τα δε μέλη της οικογενείας του εξαρτώνται από αυτόν. Επί πλέον, είναι προφανές ότι αν μεταβεί σε άλλη χώρα θα υπάρξουν συνέπειες πολύ δυσμενέστερες από την παραμονή του στην Ελλάδα, διότι θα υποβληθεί σε νέα διαδικασία εκδόσεως και σε νέα κράτηση, οπότε η προθεσμία κρατήσεως επί σκοπώ εκδόσεως θα αρχίσει να τρέχει εκ νέου. Άλλωστε η μέχρι τούδε συμπεριφορά του κατέδειξε συμμόρφωσή του προς τη νομιμότητα. Σημειωτέον, ότι εν όψει της αμφισβήτησης της ταυτότητάς του (το μητρώνυμο είναι διαφορετικό), του ισχυρισμού ότι κατά τον χρόνο που φέρονται τελεσθείσες οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εκζητείται αυτός βρισκόταν στην Ελλάδα (όπως προκύπτει από το διαβατήριό του) και της αντιφατικότητας του αιτήματος (εκζητείται για να δικαστεί ή για να εκτίσει ποινή;) προκύπτει ότι η παράταση της κράτησης παραβιάζει την αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών, η οποία, λόγω της παραπομπής του άρθρ. 449 παρ. 2 στα άρθρ. 296 επ. ΚΠΔ για την επιβολή περιοριστικών όρων όταν η κράτηση δεν είναι απολύτως αναγκαία, δηλ. εν όψει επικουρικότητας της κράτησης, εφαρμόζεται κατά λογικήν αναγκαιότητα και εδώ.

4. Η αρχή της επιτάχυνσης της διαδικασίας 

Συνταγματική περιωπή όμως έχει, βάσει της αρχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρ. 2 παρ. 1 Συντ), και η αρχή της επιτάχυνσης της διαδικασίας, ήτοι η ολοκλήρωση αυτής εντός ευλόγου χρόνου, δικαίωμα άλλωστε που κατοχυρώνεται και από την ΕΣΔΑ (άρθρ. 5 παρ. 3). Έτσι, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας τονίζει ότι μετά την παρέλευση ενός ελάχιστου χρονικού διαστήματος, απολύτως απαραίτητου για την διενέργεια των διαδικαστικών και τεχνικών πράξεων, πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι, αφορώντες την διαδικασία έκδοσης, οι οποίοι να δικαιολογούν την παράταση της κράτησης14.

Αλλά και το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Quinn που προαναφέραμε, καίτοι θεμελιώνει την καταδίκη της Γαλλίας στην παραβίαση του άρθρ. 5 παρ. 1 ΕΣΔΑ (προσωπική ελευθερία) εντούτοις παρατηρεί ότι η κράτηση του προσφεύγοντος επί ένα έτος και πέντε μήνες επί σκοπώ εκδόσεως δεν συνιστά εύλογο χρόνο.

Στο αυτό πρακτικώς συμπέρασμα, χωρίς όμως να το συνδέει με υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις, καταλήγει και η ΑΠ 811/1990, ΠοινΧρον ΜΑ΄ (1991) 205 επ., που επισημαίνει: «από τα άρθρα 445, 446, 448, 449 παρ. 1, και 451 παρ. 1 και 2, τα οποία ορίζουν συντομότατες προθεσμίες για την περάτωση των ενεργειών των αρμοδίων οργάνων, προκύπτει ότι… [ο Υπουργός Δικαιοσύνης] υποχρεούται να αποφασίσει μέσα σε εύλογο χρόνο».

Βέβαια η αυτή ως άνω απόφαση δέχεται παραλλήλως ότι η τυχόν παράλειψη του υπουργού με παράλληλη παράταση της κράτησης του εκζητούμενου δεν υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων, διότι ο ως άνω Υπουργός αποφασίζει με κριτήρια σκοπιμότητας (διεθνείς σχέσεις της χώρας, αμοιβαιότητα κλπ.). Το αυτό δέχεται και η προμνησθείσα Γνωμοδότηση ΕισΑΠ (Γ. Πλαγιαννάκου) 1/1990, ΠοινΧρον ΜΑ΄ (1991) 1056 επ. Ήδη όμως η άποψη αυτή έχει ανατραπεί. Όπως είναι γνωστό, το ΣτΕ με τη σημαντική απόφασή του 2190/2001 [ΝοΒ 50 (2002) 221 επ.] δέχθηκε ρητά ότι η απόφαση του υπουργού δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού, αποτελεί εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής και όχι πράξη αναγόμενη στην απονομή δικαιοσύνης. Ορθά το ΣτΕ επισημαίνει ότι εν προκειμένω ο υπουργός ασκεί μία και μόνον εξουσία ανατεθειμένη σ’ αυτόν από το νόμο: εκδίδει πράξη με την οποία επιτρέπει την παράδοση του εκζητουμένου στα όργανα του ξένου κράτους. Η πράξη του λοιπόν αυτή υπόκειται στο δικαστικό έλεγχο καθόσον αποτελεί πράξη διοικήσεως και όχι κυβερνήσεως.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο υπουργός, αποφαινόμενος επί εκδόσεως, έχει εξουσία να αποφανθεί είτε για την άμεση παράδοση του εκζητουμένου (ο οποίος, αν δεν παραληφθεί στην προθεσμία των δύο μηνών απολύεται εκ του νόμου), είτε για την απόλυση, όχι όμως για την παράταση ή μη της κράτησης. Εφόσον δε κατά το Σύνταγμα (άρθρ. 5 παρ. 3) η εξουσία για την επιβολή της κράτησης ανήκει στα κατά νόμον συντεταγμένα όργανα, αρμόδιο να αποφανθεί για τη νομιμότητα ή όχι της παράτασης της κράτησης είναι το δικαστήριο που τη διέταξε, δηλ. το συμβούλιο εφετών (ανάλογα ισχύουν και στη Γερμανία, όπου την απόλυση του εκζητουμένου λόγω δυσαναλόγως μακρού χρόνου διατάσσει το αρμόδιο εφετείο15).

Επομένως αν μεν η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του υπουργού δικαιοσύνης, ο οποίος αδικαιολογήτως παραλείπει να αποφανθεί επί του αιτήματος, αρμόδιο να διατάξει την άρση της εκκρεμότητας είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο τον υποχρεώνει να ασκήσει την αρμοδιότητά του είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση, ενώ μετά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τον υπουργό και ηρτημένης προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ κατά της πράξης του, που επιτρέπει την παράδοση, αρμόδιο να απολύσει τον εκζητούμενο λόγω υπερβολικά μακρού χρόνου κράτησης καθίσταται το συμβούλιο εφετών.

 

ΙΙΙ. Συμπέρασμα 

 

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κράτηση του προσώπου του ερωτήματος επί υπερδιετές διάστημα παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της επικουρικότητας, το δικαίωμά του να λάβει ακριβή γνώση των λόγων για τους οποίους κρατείται και το ατομικό δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, είναι δε αντίθετη προς το Σύνταγμα (άρθρ. 5 παρ. 2 και 3 και 25 παρ. 1) και την ΕΣΔΑ (άρθρ. 5 παρ. 1 και 3), αρμόδιο δε να αποφανθεί για την απόλυση στο παρόν στάδιο είναι το Συμβούλιο Εφετών Θράκης. 

Αθήνα 6.5.2010 

Ο γνωμοδοτών Καθηγητής

Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος
________________________________________
1. Βλ. Barcelona Traction Light and Power Company, Limited (Belgium v. Spain) Judgement of 5.2.21970, ICJ Reports 1970.
2. Van Dijk / Van Hoof, Theory and Practice of the European Convention on Human Rights, 3rd ed., The Hague 1998, 363, Robertson/Merrils, Human Rights in Europe, A Study of the European Convention of Human Rights, 1993, 71.
3. Βλ. Sanchez Reisse v. Switzerland, 21.10.1986, EuGRZ 1988, 523, Janis / Kay / Brandley, European Human Rights Law, Oxford 1995, 349,Γιακουμόπουλου, ΗπροστασίατωνπροσφύγωνκαιτωναιτούντωνάσυλοαπότηνΕυρωπαϊκήΣύμβασηγιαταΔικαιώματατουΑνθρώπου, ΕΔΠΑ, 1998, ΎπατηΑρμοστείαΗΕγιατουςΠρόσφυγες, 1998, 223, Χρυσικού, ΗέκδοσηωςθεσμόςτουΠοινικούΔικαίου, 2003, 110, Van den Wyngaert, Applying the European Convention of Human Rights to Extradition: Opening Pandoras Box? 772.
4. Βλ. Schomburg / Lagodny / Gleß / Hackner, Internationale Rechtshilfe in Strafsachen, 4. Aufl. 2006, 43.
5. Το ζήτημα ακριβώς αυτό, αν δηλ. υπέκειτο αίτημα υποβολής του εκζητουμένου σε δίκη ή εκτέλεσης καταδικαστικής απόφασης, αντιμετώπισε το OLG Düsseldorf, Beschl. vom 14.8.1985, E-L-W-Urt. 115.
6. Βλ. ΕΗRR 23 (1997), 413 JJRL 1997, 86 επ., Χρυσικού, όπ. παρ. 113.
7. Βλ. Guery, DétentionProvisoire, 2001, 286 επ., VanDijk / VanHoof, TheoryandPracticeoftheEuropeanConventiononHumanRights, 3rd ed., TheHague 1998, 364, Sudre / Marquénaud / Andriantsimbazovina / Gouttenoire / Levinet, LesgrandsarrêtsdelaCoureuropéennedesDroitsdel’Homme, 5. éd. 2003, 201 επ.
8. Βλ. BVerfGE NJW 2000, 1252, BVerfG 61-28, Beschl. vom 6.7.1982, BGHSt NJW 1978, 504, BGHSt 27/270, OLG Hamm, StV 1997, 652, OLG Düsseldorf, Beschl. vom 13.5.1991 NJW 1991, 3105, OLG Stuttgart, GA 1977, 80, OLG Schleswig, GA 1977, 315, OLG Frankfurta.M., Beschl. vom 28.4.1982, 2. Ausl. 18/81.
9. Meyer/Gossner, Strafprozessordnung Kommentar, 48. Aufl. § 120 αρ. 5, Schomburg- Hackner, σε: Schomburg / Lagodny / Gleß / Hackner, Internationale Rechtshilfe in Strafsachen, 4. Aufl. 2006, 147.
10. Βλ. Schomburg / Lagodny / Gleß / Hackner, Internationale Rechtshilfe in Strafsachen, 4. Aufl. 2006, 147.
11. Βλ. BVerfG 61-28, Beschl. vom 6.7.1982, σύμφωνοι Schomburg/Hackner σε: Schomburg / Lagodny / Gleß / Hackner, Internationale Rechtshilfe in Strafsachen, 4. Aufl. 2006, 147.
12. Βλ. Vogler, Auslieferungsrecht und Grundgesetz, 1969, 290 επ.
13. Βλ. Μυλωνόπουλου, ΠοινικόΔίκαιο, ΓενΜΙ 2007, 15, Roxin, Strafrecht, Allgemeiner Teil I, 4. Aufl. § 2 αρ. 98.
14. BVerfG 61-28, Beschl. vom 6.7.1982, BGHSt 27, 270.
15. Βλ. OLG Frankfurt, Beschl. vom 28.4.1982, OLG Nürnberg, Beschl. vom 14.2.1985, OLG München, Beschl. vom 22.10.1985, σε: Schomburg / Lagodny / Gleß / Hackner, Internationale Rechtshilfe in Strafsachen, 4. Aufl. 2006, 148.