Greek English German

Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Εισαγωγική ομιλία στο 1ο Συνέδριο του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου (4.6.2015)
ΧΡΙΣΤΟΥ Χ. ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
Το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου δημιουργήθηκε από τη συνείδηση της ανάγκης, να συμβαδίσει η ελληνική ποινική δικαιοσύνη με τη ραγδαία και σημαντική ανάπτυξη ποινικών κανόνων σε διεθνές επίπεδο. Αν το ποινικό δίκαιο έχει καταστεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος (αν και όχι απαραιτήτως «εξελισσόμενος») κλάδος του δικαίου, τούτο οφείλεται αναμφισβήτητα στο διεθνές ποινικό δίκαιο υπό ευρεία έννοια (δηλ. δίκαιο των τοπικών ορίων, δίκαιο έκδοσης και δικαστικής συνδρομής, ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο και δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων). Η εξέλιξη του διεθνούς ποινικού δικαίου δεν είχε αντίκτυπο μόνον στην αφηρημένη διαμόρφωση του δικαίου, αλλά κατ’ εξοχήν στην καθημερινή ποινική πράξη. Οι προβληματισμοί και οι αρχές του ΔΠΔ διατρέχουν σήμερα στη χώρα μας, υπό την μία ή την άλλη μορφή, μέγα αριθμό ποινικών υποθέσεων εξαιρετικά σημαντικών («υποβρύχια», «Siemens», κλπ), υπό δε μια έποψη αφορούν κάθε ποινική υπόθεση, αρκεί να αναλογισθούμε ότι όλες οι ποινικές αποφάσεις υπόκεινται δυνητικά στον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και σήμερα, πλέον και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας η Ευρωπαϊκή Ενωση απέκτησε πλέον τη δυνατότητα να περιγράφει σε Οδηγίες τις ελάχιστες ειδικές υποστάσεις και ποινικές κυρώσεις ως προς συγκεκριμένες κατηγορίες αξιοποίνων πράξεων ενώ για την προστασία των ιδίων δημοσιονομικών εννόμων αγαθών δικαιούται πλέον να εξειδικεύει τις σχετικές ποινικές διατάξεις με Κανονισμό έχοντα ευθεία και άμεση ισχύ στα κράτη μέλη. Ηδη βρίσκεται υπό διαμόρφωση η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την θέσπιση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με αντικείμενο τη δίωξη και ανάκριση των ως άνω εγκλημάτων. Περιττό βέβαια να υπομνήσω τα τεχνικά και θεσμικά προβλήματα που είναι συνδεδεμένα με το εγχείρημα αυτό.
Βλ. Ligeti-Simonato, New Journal of European Criminal law 2013, 40, Satzger, NStZ 2013, 206.
Περαιτέρω, η δικαιοδοτική κρίση του Δικαστηρίου της ΕΕ μετά από διαπάλη πολλών δεκαετιών υπήχθη πλέον στη δικαιοδοσία του ΕΔΔΑ με απρόβλεπτες πλέον συνέπειες ως προς το ενιαίο της σύλληψης της έννοιας της ποινικής κύρωσης. Είναι γνωστή η υφέρπουσα αντίθεση μεταξύ της νομολογίας του πρώην Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και νυν ΔΕΕ αφενός και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αφετέρου ως προς την έννοια της ποινικής κατηγορίας και συνακόλουθα της ποινικής κύρωσης. Ηδη η έννοια της ποινικής κύρωσης και κατ’ επέκταση η έννοια της εξουσίας του εθνικού νομοθέτη στην περιγραφή και κολασμό του εγκλήματος υπόκειται πλέον σε περιορισμούς μετά τις αποφάσεις Grande Stevens κατά Ιταλίας και Καπετάνιος κατά Ελλάδος. Συνακόλουθα η διάκριση της ποινικής από την διοικητική κύρωση, μέγα αλλά παραγκωνισμένο κατά τα τελευταία έτη ζήτημα, τίθεται κατ’ ανάγκη επί νέων βάσεων. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η παραδοχή, εκ μέρους του ΔΕΕ, ότι η σώρευση ποινικών και φορολογικών κυρώσεων είναι πέρα για πέρα θεμιτή (Βλ. EUGH 26.2.2013-Fransson Rs. C-617/10), έχει ως αποτέλεσμα να εντείνεται ο προβληματισμός στο τόσο σοβαρό αυτό ζήτημα και να καθίσταται ακόμη περισσότερο αισθητή η ανάγκη θεωρητικής επεξεργασίας της εν λόγω αντινομίας, ιδίως μάλιστα εν όψει του γεγονότος ότι ήδη στο γερμανόφωνο χώρο έχει δημιουργηθεί ιδιαίτερος κλάδος του διεθνούς ποινικού δικαίου, το διεθνές φορολογικό ποινικό δίκαιο.
Πέραν των ανωτέρω, η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού ne bis in idem μετά τη της Συνθήκη του Σενγκεν και ιδιαιτέρως μετά συνθήκη της Λισαβόνας προκάλεσε όχι μόνον νέα προβλήματα αλλά και νέες προκλήσεις. Είναι ήδη γνωστό, ότι η εφαρμογή της παραγράφου 153c γερμ ΚΠΔ για την παύση της ποινικής δίωξης και η διαδικασία της «συνεννόησης» (Verständigung) στη Γερμανία δεν μπορούν πλέον να αγνοηθούν στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης καθό μέτρο συνεφέλκονται εφαρμογή του ευρωπαϊκού ne bis in idem.
Οι παραπάνω εξελίξεις συνοδεύονται από ακανθώδη προβλήματα και αντιφάσεις που αλλοιώνουν και απειλούν ακόμη και να νοθεύσουν τη φυσιογνωμία του ποινικού δικαίου ως κλάδου του δικαίου αποσκοπούντος κατ’ εξοχήν στην προστασία και διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών.
Τέτοια προβλήματα είναι μ.α. τα ακόλουθα:
Η ως προς ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων απεμπόληση της αρχής του διπλού αξιοποίνου στο Ευρωπαϊκό Ενταλμα Συλλήψεως και στη Σύμβαση Εκδοσης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Η σύγχυση μεταξύ συμπληρωματικότητας και επικουρικότητας αναφορικά με την ερμηνεία που δίδεται στο αρθρ. 17 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου
(βλ. σχετικά Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δόγμα και διεθνοποίηση της ποινικής δικαιοσύνης: Πρόοδος ή οπισθοδρόμηση; ΠοινΧρον 2004, 865).
Η χαλαρή τοποθέτηση του ΕΔΔΑ σε ορισμένες απολύτως ανελαστικές δικαιοκρατικές αρχές, όπως η απαγόρευση της αναδρομής και της αναλογικότητας in malam partem (βλ. της αποφάσεις του ΕΔΔΑ SW vs. UK, Weeks vs. UK).
Η αναζωπύρωση της συζήτησης για την αναδιατύπωση της έννοιας των βασανιστηρίων, προς την κατεύθυνση της στένωσης της, με αφορμή ακραίες περιπτώσεις, όπως της ticking bomb situation.
Η αμφισβητούμενη σχέση μεταξύ του αρθρ. 54 Συμφ Εφαρμογής Συνθήκης Σένγκεν και του αρθρ. 50 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ , όπου γίνεται δεκτό ότι το πρώτο περιορίζει το δεύτερο
(BGH 25.10.2010, Schaumburg-Peters, Internationales Steuerstrarecht , 2015 σ. 75).
Τα φαινόμενα αυτά, όπως και πολλά άλλα (αποθήκευση στοιχείων τηλεπικοινωνίας επί εξάμηνο, εφαρμογή της πρακτικής male captus, bene judicatus, επιχειρήσεις με μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη [drones] στην επικράτεια ξένων κρατών,
Βλ. Kühne,?????????????????????????
ή σε πλοία στην ανοιχτή θάλασσα –περίπτωση Μαβή Μαρμαρά) έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, που ήδη από πολλού έχει αποτελέσει αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας. Την διαπλοκή επιδιώξεων πολιτικής φύσεως με την λειτουργία του ποινικού δικαίου.
Διαφωτιστική στο ζήτημα αυτό είναι η σκέψη, ότι οι δυνατότητες και οι εξουσίες μεταξύ των κρατών κατανέμονται σύμφωνα με την αποκαλούμενη αρχή της αναρχίας, που έχει αναδειχθεί σε μοναδική ρυθμιστική αρχή αυτών των σχέσεων και σε θεμελιώδες χαρακτηριστικό των διεθνών σχέσεων. Πρόκειται για τη βασική θέση που διέπει την σήμερα κρατούσα θεωρία στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, την θεωρία του δομικού ή νέου ρεαλισμού του Kenneth Waltz
όπως αυτή διατυπώθηκε στην εργασία του «Ρεαλιστική σκέψη και νεορεαλιστική θεωρία» στο Journal of International Affaires, 1990, σ. 36.
Σύμφωνα μ’ αυτήν το κράτος, ως βασική μονάδα στο διεθνές σύστημα, έχει ως πρωταρχικό σκοπό της δράσης του την ιδία αυτού ασφάλεια, την οποία βεβαίως επιδιώκει να εξασφαλίσει με διάφορα μέσα, όπως είναι η άσκηση πολιτικής εξουσίας, η επίτευξη στρατιωτικής υπεροχής, η διπλωματία κλπ. Η θέση αυτή του νέου ρεαλισμού ανάγεται στον κλασικό ρεαλισμό του Τόμας Hobbes, όπως αυτή διατυπώθηκε στο έργο του Λεβιάθαν, σύμφωνα με τον οποίο το συμφέρον του κράτους να διαιωνίσει την ύπαρξή του αποτελεί φυσικό και συγχρόνως αυτονόητο και επομένως αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα. Τα κράτη έχουν, επομένως, δικαίωμα σε έναν ηθικό εγωισμό. Τούτο σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι στο πεδίο των διεθνών σχέσεων δεν καταλείπεται περιθώριο για ηθική. Επιχειρώντας να εικονογραφήσει την κατάσταση αυτή, ο Hobbes επισημαίνει ότι τα κράτη τελούν ως προς άλληλα σε μία φυσική κατάσταση ανάλογη προς εκείνη που βρίσκονταν τα άτομα μιας κοινωνίας πριν από τη σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου.
Αν μεταφέρουμε τη θεωρία του νέου ρεαλισμού στο πεδίο του διεθνούς ποινικού δικαίου, καθίσταται ευχερώς προφανές, ότι ακριβώς η ίδια αναρχία διέπει και την διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου, και μάλιστα κατά τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κυνική. Οι ποινικοί κανόνες του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, οι ποινικής φύσεως κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ιδιαιτέρως οι καταργημένες πλέον αλλά ακόμη εν ζωή αποφάσεις-πλαίσιο και οι κοινές δράσεις), δεν εδράζονται σε κάποιο σύστημα, ούτε σε κάποια θεωρία, ούτε σε κάποια γενική αρχή, αλλά μόνον στην ανάγκη να καταπολεμηθεί με οποιοδήποτε τίμημα η εγκληματικότητα. Πρόκειται επομένως για καθαρή και απροκάλυπτη κατανομή ισχύος. Όπως έγραφε προ ολίγων ετών ο Sieber, έχουμε σήμερα μια νέα «αρχιτεκτονική ασφαλείας» που έχει οδηγήσει στην «κατάλυση της διάκρισης μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, εγκλήματος και πολέμου, πρόληψης και καταστολής … αστυνομίας και στρατού» Sieber, Grenzen des Strafrechts, ZStW 119 (2007) 36.
To φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε πλείστες όσες περιπτώσεις όπως αυτές που περιγράψαμε πιο πάνω. Η απεμπόληση της αρχής του διπλού αξιοποίνου, η χαλάρωση της αρχής της νομιμότητας, η στένωση της έννοιας των βασανιστηρίων (με αντίστοιχη διεύρυνση των επιτρεπτών ανακριτικών πράξεων), η εκδίκαση παρανόμως συλληφθέντων ή απαχθέντων προσώπων (male captus-bene judicatus), η επινόηση του ποινικού δικαίου του εχθρού, είναι τεκμήρια της αδυναμίας να προχωρήσουμε σε μία έλλογη και ισορροπημένη διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου.
Με τις παραπάνω παρατηρήσεις φθάνουμε στην διαπίστωση, που αποτελεί και τον πυρήνα της προβληματικής μας. Ότι δηλ. στην διαδικασία διεθνοποιήσεως του ποινικού δικαίου λείπει μία θεωρία που να της προσδίδει συνοχή, να την καθιστά γενικώς αποδεκτή ως δίκαιο και επιτρέπει την αποδόμηση όσων προβλημάτων οφείλονται ακριβώς στο γεγονός, ότι μοναδική σκοπιμότητα στην εν λόγω διαδικασία είναι η επίτευξη ασφάλειας χωρίς συγχρόνως να υπάρχει ενδιαφέρον για την εναρμόνιση των διεθνών κανόνων με τις γενικές αρχές δικαίου των επί μέρους κρατών. Σε αντίθεση δηλ. με τις εσωτερικές ποινικές νομοθεσίες π.χ. των ευρωπαϊκών κρατών ή εκείνων που μετέχουν στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, οι οποίες στηρίζονται σε γενικές αρχές δικαίου οργανωμένες σε Συνταγματικούς Κανόνες, κατά τη διατύπωση των διεθνών ποινικών κανόνων κυριαρχεί η ιδέα της ασφάλειας. Ετσι όμως έχουμε μεταφορά της αναρχίας που διέπει τις διεθνείς σχέσεις στην εκάστοτε εσωτερική ποινική νομοθεσία. Αποτέλεσμα τούτου είναι, περαιτέρω, πλάι σε συγκροτημένα και εσωτερικώς συνεπή ποινικά συστήματα να αναπτύσσονται ομάδες ασυνάρτητων διατάξεων που δεν εναρμονίζονται ούτε μεταξύ τους, ούτε με το σύστημα στο οποίο έχουν εμφυτευθεί.
Χαρακτηριστικό και προφανές παράδειγμα είναι η μεταφορά Οδηγιών και της Σύμβασης PIF στο ελληνικό ποινικό σύστημα, η αποδοχή διαφορετικών βασικών εννοιών για συρρέοντα εγκλήματα, κλπ. Aποτέλεσμα της αναρχίας αυτής είναι μια ανυπόφορη επιβάρυνση του ποινικού μας συστήματος που το καθιστά ήκιστα πειστικό και επομένως του στερεί τη νομιμοποιητική του βάση.
Τι χρειαζόμαστε όμως για να υπάρξει μια γενική θεωρία του διεθνούς ποινικού δικαίου; Προσπάθησα να το επιχειρήσω σε μια εργασία μου στο παρελθόν (Mylonopoulos, Internationalisierung des Strafrechts und Strafrechtsdogmatik. Legitimationsdefizit und Anarchie als Hauptcharakteristika der Strafrechtsnormen mit internationalem Einschlag, ZStW 121 (2009), 68 επ.). Τα κριτήρια διαμόρφωσης μιας θεωρίας παντάπασιν είναι σαφήνεια, συνοχή, πληρότητα και κατανοησιμότητα, απλότητα, εξηγητική και αιτιολογική δύναμη, παραγωγική δυνατότητα και πρακτικότητα. (Beauchamp-Childress, Principles of Biomedical Ethics, 4. ed., Oxford 1989, 11 επ.). Απλή παρατήρηση αποδίδει, ότι όλα αυτά τα κριτήρια, μηδενός εξαιρουμένου, δεν συντρέχουν στη διαδικασία διεθνοποίησης του ποινικού δικαίου.
Ετσι π.χ. υπάρχει έλλειμμα σαφήνειας, όταν δεν είναι σαφές, ποιες ακριβώς αξιόποινες πράξεις ρυθμίζονται από το ΕΕΣ ή αν η ποινική δικαιοδοσία του ΔΠΔρίου είναι επικουρική έναντι των εθνικών δικαιοδοσιών. Υπάρχει έλλειμμα συνοχής, όταν η έννοια της ποινικής κύρωσης ερμηνεύεται από το ΔΕΚ αντίθετα απ’ ό,τι από το ΕΔΔΑ ή όταν κατ’ ιδέα συρρέουσες πράξεις υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες γενικού μέρους αναλόγως του αν ρυθμίζονται από το εθνικό ποινικό δίκαιο ή από το Καταστατικό του ΔΠΔρίου. Υπάρχει έλλειμμα πληρότητας όταν οι επί μέρους αξιόποινες πράξεις του Καταστατικού του ΔΠΔρίου ή της Σύμβασης PIF συνδυάζονται μερικώς ή και καθόλου με κανόνες του γενικού μέρους με αποτέλεσμα να μην ανήκουν σ’ ένα κλειστο σύστημα αλλά ούτε και σ΄ένα ήδη υπάρχον εθνικό ποινικό σύστημα. Υπάρχει έλλειμμα κατανοησιμότητας, όταν π.χ. στη Σύμβαση PIF γίνεται λόγος για πλαστές (προφορικές) δηλώσεις αντιδιαστελλόμενες προς τα έγγραφα. Υπάρχει, ακόμη, έλλειμμα πρακτικότητας. Μια θεωρία είναι απρόσφορη ελλείψει πρακτικότητας, όταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι τόσο απαιτητικές, ώστε μπορούν να ικανοποιηθούν μόνον έναντι αφορήτως υψηλού τιμήματος. Τούτο συντρέχει π.χ. στα μέτρα κατά της τρομοκρατίας, η αποτελεσματική καταπολέμηση της οποίας απαιτεί, σύμφωνα με την σκοπιμότητα που τη διέπει, πρακτικά έναν δραστικό αναπροσανατολισμό της ανοιχτής κοινωνίας μας. Ακόμη, υπάρχει έλλειμμα δικαιολογικής δύναμης. Διότι η εξέλιξη του διεθνούς ποινικού δικαίου δεν τελεί σε αρμονία με τις ιστορικά διαμορφωμένες αντιλήψεις ενός εκάστου λαού αφού δεν είναι έκφραση και εκδήλωση της απόφασης και της βούλησης εκπροσώπων της λαϊκής κυριαρχίας σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά προϊόν αποφάσεως διοικητικών οργάνων. Το περίφημο δημοκρατικό έλλειμμα, ασφαλώς πολύ μεγαλύτερο πριν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, αλλά και σήμερα όχι ανύπαρκτο, δεν συνιστά απλώς ένα τυπικό ελάττωμα αλλά εκφράζει συγχρόνως και μια ουσιαστική διάσταση αφού συχνά, όπως αναφέρθηκε, οι διεθνούς φύσεως κανόνες δεν εναρμονίζονται με τις βασικές αρχές της νομοθεσίας των επί μέρους κρατών. Και όσο η τήρηση αυτών των αρχών ενισχύει και νομιμοποιεί τους επί μέρους ποινικούς κανόνες, μεγιστοποιώντας την δύναμη πειθούς τους, τόσο η απεμπόλησή εκείνων καθιστά αυτούς ανίσχυρους και ανομιμοποίητους. Αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας είναι να συρρικνώνεται η συστημική εμπιστοσύνη, να παράγεται αίσθημα ανασφάλειας και τελικά να καταλήγουμε στο αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επεδιώκετο: μεγαλύτερη ανασφάλεια αντί ασφαλείας. (Kühne, Sicherheitsterrorismus, NJW 2005, Heft 19).
Εμείς ενώπιον όλων αυτών καθεύδουμε. Ασχολούμεθα ενδοστρεφώς και εμμονικά με τα επιχωριάζοντα ζητήματα του υπερπληθυσμού των φυλακών και της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, με την επίλυση εκκρεμών ποινικών υποθέσεων μέσω νομικών ρυθμίσεων και αγνοούμε τις εξελίξεις στο διεθνές ποινικό σύστημα του οποίου η έννομη τάξη μας είναι αναπόσπαστο μέλος όχι μόνον θεσμικά αλλά και πολιτισμικά. Η αγνόηση των θεμελιωδών ζητημάτων διεθνούς ποινικού δικαίου εγκυμονεί τον κίνδυνο να περιβληθεί το ποινικό μας σύστημα την εικόνα παρωχημένης εννόμου τάξεως και ενδοστρεφούς νομικής νοοτροπίας, κάτι που ασφαλώς ούτε το θέλουμε, αλλά ούτε και δικαιούμαστε να μεταβιβάσουμε στην επερχόμενη γενεά νομικών.
Με την ευκαιρία της σκέψης αυτής, επιτρέψτε μου να προσθέσω και τούτο: το Ινστιτούτο μας δεν αποσκοπεί μόνον στην καλλιέργεια του διεθνούς ποινικού δικαίου. Έχει στραμμένο το βλέμμα και στους νέους νομικούς, την ελπίδα και το μέλλον της ελληνικής ποινικής επιστήμης, τους φοιτητές και φοιτήτριες, τους νέους δικηγόρους και δικαστικούς λειτουργούς που μέσα στον ορυμαγδό της σύγχρονης πραγματικότητας αγωνίζονται με όραμα, ευγένεια ψυχής και έφεση για τη γνώση. Έχω την πεποίθηση ότι τους παραδίδουμε μια κοινωνία χειρότερη από εκείνη που τους αξίζει. Το Ινστιτούτο φιλοδοξεί να καταστεί και πόλος αναφοράς για τους νέους νομικούς και να τους παράσχει τη δυνατότητα να βελτιωθούν και να συμβάλουν στην εξέλιξη των ποινικών επιστημών, με σεμινάρια όπου θα εκδίδεται πιστοποιητικό παρακολούθησης, δημοσιεύσεις, εφαρμογή του e learning σε συνεργασία με ξένα Πανεπιστήμια και Ινστιτούτα και παροχή βήματος στους νέους για την ανάδειξη των προβληματισμών τους.